- υφαλμυρότητα
- [-ης (-ητος)] η солоноватость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υφαλμυρότητα — και υφαρμυρότητα, η, Ν [υφάλμυρος] η ιδιότητα τού υφάλμυρου, γλυφάδα … Dictionary of Greek